- τσιμούρι
- τοβλ. τσιμπούρι, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμούρι — το, Ν το τσιμπούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κίμμυρος, τ. που παραδίδει ο Ησύχ. με σημ. «μικρολόγος», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *κιμμύριον (βλ. και τσιμπούρι)] … Dictionary of Greek
τσιμπούρι — το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών παρασιτόμορφων ακάρεων τής υπόταξης μεταστίγματα, που περιλαμβάνει αιματορρόφα είδη, εξωπαράσιτα τών σπονδυλοζώων 2. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός άνθρωπος («μάς έγινε τσιμπούρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμούρι*, με… … Dictionary of Greek
τσιμπούρι — τσιμπούρι, το και τσιμούρι, το 1. το έντομο «κρότωνας», παράσιτο του δέρματος των ζώων (και κυρίως του σκύλου). 2. μτφ., άνθρωπος πολύ ενοχλητικός και φορτικός: Μου γινε τσιμπούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)